- συμβολαίοις
- συμβόλαιονmarkneut dat plσυμβόλαιοςofmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυμβολαίοις — συμβολαίοις , συμβόλαιον mark neut dat pl συμβολαίοις , συμβόλαιος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύδικος — ον, Α φιλόδικος («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῡ μὴ πολυδίκους εἶναι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δικος (< δίκη), πρβλ. μισό δικος, φιλό δικος] … Dictionary of Greek